- σινιάλο
- το сигнал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σινιάλο — το (λ. ιταλ.), σημείο συνθηματικό: Πήρε σινιάλο να οδηγήσει το πλοίο στο λιμάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σινιάλο — το, Ν 1. συμβολικό σημείο, σύνθημα ειδοποίησης 2. ναυτ. σήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. segnale < λατ. signum «σημείο»] … Dictionary of Greek
αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… … Dictionary of Greek
αναπυρσεύω — (Α ἀναπυρσεύω) νεοελλ. επαναλαμβάνω νυχτερινό φωτεινό σήμα, ξανακάνω σινιάλο 1|| αρχ. δίνω ζωηρότητα, λάμψη σε κάποιο χρωματισμό, τον κάνω φωτεινότερο … Dictionary of Greek
αντιπυρσεύω — ἀντιπυρσεύω (Α) απαντώ σε σινιάλο πυρσού υψώνοντας άλλον πυρσό … Dictionary of Greek
μισεμός — και μισευμός, ο (Μ μισεμός και μισσεμός και μισευμός) [μισεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μισεύω, η αναχώρηση κάποιου από την πατρική εστία και η διαμονή του σε ξένο τόπο, η ξενιτιά, η αποδημία, ο εκπατρισμός («τού μισεμού σου κατόπι… … Dictionary of Greek
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… … Dictionary of Greek
αφέτης — ο αυτός που στους αγώνες δίνει το σινιάλο για την εκκίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφετηρία — η 1. το σημείο εκκίνησης, αναχώρησης: Οι αθλητές στην αφετηρία περίμεναν να τους δοθεί το σινιάλο, για να ξεκινήσουν. 2. αρχή σκέψης, ενέργειας, κατάστασης κτλ.: Η αφετηρία των συλλογισμών σου είναι λανθασμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)